τζάντζαλο

τζάντζαλο
το / τζάντζαλον, ΝΜ, και τσάτσαλο, Ν, και τζάτζαλον Μ
κουρελιασμένο ρούχο, κουρέλι, ράκος
νεοελλ.
στον πληθ. τα τζάντζαλα
άχρηστα, παλιά αντικείμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cencio (με υποκορ. cencerello) «κουρέλι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τζάντζαλο — τζάντζαλο, το και τζάτζαλο, το κουρέλι, ράκος, τσούλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τζάτζαλον — τὸ, Μ βλ. τζάντζαλο …   Dictionary of Greek

  • τσάντζαλο — το, Ν βλ. τζάντζαλο …   Dictionary of Greek

  • τζάτζαλο — το άκλ., βλ. τζάντζαλο, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσάντζαλο — το βλ. τζάντζαλο, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”